- ἀποστυφελίζω
- ἀπο - στυφελίζω, only aor. ἀπεστυφέλιξε, -αν: smite back, knock back (from); τινός, Il. 18.158. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αποστυφελίζω — ἀποστυφελίζω (Α) απομακρύνω διά της βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
ἀπεστυφέλιξαν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξε — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξεν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)